ταμιακός

ταμιακός
τᾰμῐ-ᾰκός, ή, όν,
A of or for the treasury, CIG (add.)3641b47 ([place name] Lampsacus); = Lat.fiscalis,

ταμιακοὶ λόγοι PLips.64.22

(iv A.D.); -καὶ ψῆφοι ib.37: ταμιακόν, τό, the Fiscus, IG22.1121.35.
II tamiaca, woman of the Empress's bedchamber, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταμιακός — και ταμειακός, ή, ό / ταμιακός και ταμειακός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμίας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταμείο νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία και στο ταμείο («ταμειακές δυσχέρειες») 2. φρ. «ταμιακή μηχανή» καταγραφική και… …   Dictionary of Greek

  • ταμιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταμία ή τους υφισταμένους του: Ταμιακές προαγωγές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμιακά — ταμιακός of neut nom/voc/acc pl ταμιακά̱ , ταμιακός of fem nom/voc/acc dual ταμιακά̱ , ταμιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιακῶν — ταμιακός of fem gen pl ταμιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιακαῖς — ταμιακός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιακοί — ταμιακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμειακός — ή, όν, ΜΑ βλ. ταμιακός …   Dictionary of Greek

  • ταμιακάς — ταμιακά̱ς , ταμιακός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”